Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016
ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ, ΕΠΤΑ ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ. ΛΟΓΟΣ Α΄
Όπως είδαμε στο εισαγωγικό σημείωμα ο Γιουνγκ αποδίδει την συγγραφή των επτά λόγων άλλοτε στον Φιλήμονα, άλλοτε στον Σίμωνα Μάγο και άλλοτε στον Βασιλείδη. Ορισμένοι μελετητές έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι ο Γιουνγκ μ’ αυτόν τον τρόπο υπονοεί ότι συνέγραψε τους λόγους ως ένα είδος πνευματιστικής εμπειρίας ή σαν να ήταν κάποιο μέντιουμ. Από την άλλη δεν είναι ασυνήθιστο στη μυστικιστική και απόκρυφη γραμματεία ο συγγραφέας να αποδίδει το έργο του σε κάποια αυθεντία του παρελθόντος. Το κίνητρο είναι συνήθως πολύ απλό, η μετριοφροσύνη ή η προσπάθεια να αποδοθεί κύρος στα γραφόμενά. Οι μεγάλες μορφές του μυστικισμού όλων των αιώνων θεωρούσαν τον εαυτό τους έναν απλό γραφέα, ο οποίος καταγράφει όσο πιο πιστά μπορεί τις μεγάλες αλήθειες που του αποκαλύπτονται από ανώτερες δυνάμεις. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ο Γιουνγκ ακολουθεί αυτή την παράδοση αποδίδοντας το έργο του όχι στο ταπεινό εγώ, αλλά στον ανώτερο Εαυτό.
Αξίζει επίσης
κανείς να σταθεί στην αναφορά στην Αλεξάνδρεια. Η μεγάλη αυτή ελληνιστική
πνευματική πρωτεύουσα είναι το μέρος στο οποίο συναντιούνται τα
πολυποίκιλα ρεύματα της σοφίας και των πνευματικών παραδόσεων πολλών λαών
και πολιτισμών και συγχωνεύονται σε ένα αξεπέραστο αμάλγαμα. Γνωστικισμός,
ερμητισμός, ελληνική φιλοσοφία, ιουδαϊκή παράδοση, περσικές και βαβυλωνιακές
επιδράσεις, θεουργία, μαγεία, αστρολογία, καθώς και ένα πλήθος άλλων
θρησκευτικών και μυστικιστικών παραδόσεων κυκλοφορούν ελεύθερα σ’ αυτήν τη
σπουδαία πόλη και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Έτσι η πόλη μετατρέπεται σε ένα
είδος αλχημιστικού δοχείου, όπου με ένα μαγικό τρόπο συντίθενται,
συνδυάζονται μεταξύ τους και ανατέλλουν νέες μορφές και πραγματώσεις των
μεγάλων παραδόσεων της σκέψης.
Οι «νεκροί»,
στους οποίους απευθύνεται το μήνυμα και η διδασκαλία των επτά λόγων, σύμφωνα με
τη γνωστική παράδοση δεν είναι άλλοι από εμάς τους ζωντανούς. Για τους
Γνωστικούς η σωματική ύπαρξη αποτελεί ένα είδος πτώσης, ένα είδος νέκρωσης,
αφού μας αποκόπτει από τον ανώτερο κόσμο του πνεύματος. Συνεπώς οι νεκροί εδώ είναι οι πνευματικά νεκροί. Ο δάσκαλος θα τους
διδάξει με υπομονή προσπαθώντας να αφυπνίσει τη γνώση μέσα τους, παρά το
γεγονός ότι οι νεκροί συχνά δεν τον καταλαβαίνουν και διαμαρτύρονται. Το
γεγονός ότι οι νεκροί επιστρέφουν ανικανοποίητοι από την Ιερουσαλήμ δεν είναι φυσικά τυχαίο. Όπως η Αλεξάνδρεια
είναι το σύμβολο της ένωσης των παραδόσεων Ανατολής και Δύσης, έτσι και η
Ιερουσαλήμ αποτελεί με τη σειρά της ένα διαφορετικά φορτισμένο σύμβολο. Η
Ιερουσαλήμ είναι το σύμβολο που αντιτίθεται στον αλεξανδρινό πλουραλισμό
και υποδηλώνει την ορθοδοξία, τον νόμο, τον ζηλότυπο μονοθεϊσμό της ιουδαϊκής,
ισλαμικής και χριστιανικής παράδοσης. Οι ζωντανοί νεκροί, οι εξόριστοι
από τον παράδεισο του πνεύματος, εξακολουθούν να πηγαίνουν ματαίως για
προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν βρίσκουν ικανοποίηση εκεί.
Επιστρέφουν λοιπόν αναγκαστικά στην Αλεξάνδρεια, για να βρουν τη ζωή και
τη γνώση που προσδοκούν.
Αντίθετα από
τον προσωποποιημένο θεό του μύθου δημιουργίας της Βίβλου, η ιστορία της
καταγωγής της ύπαρξης, όπως δίνεται από τον πρώτο λόγο, παραπέμπει σε ένα
άπειρο, απρόσωπο, άφατο, απροσδιόριστο και απόλυτα υπερβατικό πεδίο, το οποίο
βρίσκεται στην ρίζα του συνόλου της συνείδησης και του ασυνείδητου. Από αυτήν
την πληρότητα, το πλήρωμα, το οποίο αποτελεί μία πολύ συνηθισμένη γνωστική
έκφραση για την πρωταρχική θεϊκή ουσία, αναδύονται εκπορεύσεις διαφοροποιημένων
υπάρξεων στη σειρά, οι οποίες κατέχουν ιδιότητες αποκαλυπτικές του πρωταρχικού
πεδίου. Σ’ αυτήν την πληρότητα των αδιαφοροποίητων δυνατοτήτων, όλα τα αντίθετα
είναι ακόμη σε μια κατάσταση ισορροπίας. Μόνο αρκετά αργότερα προχωρούν σε μια
σταδιακή αποτελεσματική φανέρωση, πρώτα ως δύο αντιθέσεις και στη συνέχεια ως
πολύ περισσότερες που κατάγονται από αυτές και διατάσσονται σε ένα πλήθος
ζευγών ή συζυγιών, κατεβαίνοντας από
το δυνητικό και υπερβατικό στο πραγματικό και άμεσο. Αυτήν την γνωστική
κοσμογονία ή θεογονία ο Γιουνγκ τη μετατρέπει στο δικό του ψυχαναλυτικό
σύστημα μέσω διαφόρων αναλογιών. Τη θέση των θεϊκών υπάρξεων την παίρνουν τα
αρχέτυπα και το σύνολο αυτών των αρχετύπων δεν είναι τίποτε άλλο παρά το
ψυχολογικό αντίστοιχο του πληρώματος. Το σύνολο αυτών των αρχετύπων δηλώνει
όλες τις κρυφές δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής μέσα στην οποία κατοικεί ένα
τεράστιο απόθεμα γνώσης και δύναμης που δεν αφορά προσωπικές ψυχικές
αναζητήσεις, αλλά τις πιο δυνατές σχέσεις ανάμεσα στο θεό, τον άνθρωπο και τον
κόσμο. Αυτό το απόθεμα της ψυχής μας είναι κλειστό για τους περισσότερους από
εμάς, αλλά εάν το ανοίξουμε και του δώσουμε μια νέα ζωή ενσωματώνοντάς το στη
συνείδησή μας, τότε απαλλάσσουμε τον εαυτό μας από την γεμάτη πόνο ψυχική
απομόνωση και για μια ακόμη φορά ενσωματωνόμαστε στην αιώνια διαδικασία της
πληρότητας της ύπαρξης. Το πλήρωμα επομένως στην ψυχολογική του έννοια δεν
είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την πρωταρχική πληρότητα ή ολότητα της
ψυχικής πραγματικότητας από την οποία το διαφοροποιημένο εγώ με την
πολλαπλότητα των λειτουργιών και δυνάμεών του εκπορεύεται και προς την
οποία μέσω της διαδικασίας της εξατομίκευσης αγωνίζεται να επανέλθει. Ωστόσο
αυτή η επάνοδος πρέπει να πραγματοποιηθεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Όπως δηλώνει
ο Γιουνγκ στον πρώτο λόγο, όταν η ψυχή αποτύχει να κάνει διακρίσεις, τότε εκτείνει
τον εαυτό της πέρα από τον κόσμο και πέφτει στην αδιαφοροποίητη κατάσταση.
Πέφτοντας όμως στην αδιαφοροποίητη κατάσταση υπόκειται στη διάλυση και στο τίποτα.
Η έννοια της εξατομίκευσης, συχνά παρεξηγημένη, είναι η έμφυτη τάση της
ανθρώπινης ψυχής να μην θέλει να παραδώσει το φως της συνείδησης και να
περιπέσει και πάλι στην εσωτερική άβυσσο της πρωταρχικής ανυπαρξίας. Ο
Γιουνγκ ποτέ δεν οραματίστηκε μια μόνιμη διάλυση της ανθρώπινης
ατομικότητας εντός της θεότητας. Αντίθετα αυτή η διάλυση είναι που ελλοχεύει ως
κίνδυνος, όταν αποτυγχάνουμε να κάνουμε διακρίσεις. Καθήκον του καθενός μας
είναι να παραμείνουμε ξεχωριστά άτομα ως μια αδιαίρετη ψυχική οντότητα την ίδια
στιγμή που κατακτούμε τον καλύτερο δυνατό βαθμό πρόσληψης του άφατου μεγαλείου
του πληρώματος εντός μας. Όπως τονίζει ο Γιουνγκ, καθένας από μας δεν πρέπει να
επιδιώκει ούτε την διαφοροποιημένη κατάσταση του ατομισμού, αλλά ούτε και την
εξαφάνιση της προσωπικότητάς του στην αδιαφοροποίητη ομοιομορφία.
Η συνείδηση η
οποία αναδύεται στους επτά λόγους σχετίζεται με τα αντίθετα και τα ζεύγη τους
και τα αναγνωρίζει ως υπαρξιακές πραγματικότητες στη σφαίρα της ανθρώπινης
ζωής. Ενώ στο πλήρωμα αυτά τα ζεύγη των αντιθέτων δεν είναι πραγματικά,
στο βαθμό που το ένα εξουδετερώνει το άλλο, στην ανθρώπινη εμπειρία είναι
αληθινά και μάλιστα με έναν οδυνηρό τρόπο. Όπως λέει ο Γιουνγκ, μέσα μας το
πλήρωμα είναι διαχωρισμένο στα δύο. Καθώς η ανθρώπινη ψυχή εμπλέκεται στον
κόσμο της διαφοροποίησης υποχρεωτικά υφίσταται την εμπειρία των ζευγών των
αντιθέτων, αφού ανήκουν στο μηχανισμό του βασιλείου της διαφοροποίησης.
Εντούτοις τα αντίθετα αποτελούν και μια συμφορά για τον άνθρωπο, επειδή μέσα
στην αφέλειά της η ανθρώπινη συνείδηση τείνει να συνδέει τον εαυτό της με ένα
από τα δύο στοιχεία κάθε ζεύγους αντίθετων, αποκλείοντας το άλλο. Μ’ αυτό τον
τρόπο αγωνιζόμαστε για το καλό και το όμορφο, αλλά ως αποτέλεσμα αυτής της
ίδιας αγωνιστικότητας φέρνουμε στην ύπαρξη το κακό και το άσχημο. Εδώ ο Γιουνγκ
εκφράζει μια ψυχολογικά εξαιρετικής σημασίας αρχή. Η μονομέρεια του προσανατολισμού
της συνείδησης είναι το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού, ειδικά του σύγχρονου. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε πως αν κάνουμε τα πράγματα σωστά, μπορούμε
να έχουμε το ένα αντίθετο χωρίς το ζευγάρι του και ότι η αδυναμία μας να το
επιτύχουμε αυτό είναι αποτέλεσμα των ανεπαρκών μεθόδων μας παρά της
αναπόφευκτης φύσης της πραγματικότητας. Καθώς η αλληλεπίδραση μεταξύ των
αντιθέτων μοιάζει να κυβερνά τον μακρόκοσμο του σύμπαντος, με τον ίδιο τρόπο μοιάζει
να κυβερνά και την ζωή της ψυχής. Το συνειδητό τείνει να αναζητήσει το
ασυνείδητο, όπως το φως αναζητά το σκοτάδι και όπως η λογική αναζητά την έξαψη
του παραλόγου. Ο Γιουνγκ επανειλημμένα τόνισε ότι κάθε φορά που μια
παρατεταμένη μονομέρεια κυριαρχεί στην συνειδητή συμπεριφορά ενός ανθρώπου,
τότε μια αντισταθμιστική δράση λαμβάνει χώρα στο ασυνείδητο. Ο φανατικός, του οποίου
η συνειδητή αφοσίωση σε μια συγκεκριμένη άποψη τον οδηγεί στην αποτυχία
να αποδεχτεί αυτή την αντισταθμιστική δυνατότητα, έχει την τάση να ωθείται σε
μια ολοένα αυξανόμενη απομόνωση από την υγιή δυναμική της βαθύτερης ψυχής του.
Η φανατική αφοσίωση εξ ορισμού αδυνατεί να αποδεχτεί την υγιή κριτική της
μονομέρειάς της. Ο φανατικός μπορεί να ασκεί κριτική σε όλα και σε όλους με την
εξαίρεση του εαυτού του και των ιδεών του. Συνεπώς προκύπτει μια δυσαρμονία ως
αποτέλεσμα της απόρριψης της αντισταθμιστικής δράσης, με αποτέλεσμα την
ενεργοποίηση των καταστροφικών ιδιοτήτων του ασυνείδητου, στοιχεία του οποίου τυφλά
και ορμητικά αρχίζουν να καταλαμβάνουν το άτομο αντίθετα προς τη θέλησή του και
την κρίση του. Ασυνάρτητες σκέψεις και διαθέσεις, βίαια ξεσπάσματα,
ψυχοσωματικές ασθένειες, παραισθήσεις -όλα αυτά και άλλα πολλά είναι το
αποτέλεσμα της απροθυμίας του νου να αποδεχτεί την αρμονία και την
αντιστάθμιση. Ό,τι συμβαίνει στο άτομο, το ίδιο συμβαίνει και σε μία κοινωνία.
Η μονομέρεια οδηγεί στη μανία. Η υπερβολική συνειδητή επιδίωξη των λογικών
αξιών οδηγεί τελικά σε απρόσμενες εκδηλώσεις του παραλόγου. Η αυστηρή επιμονή
σε συνειδητά αποδεκτούς ηθικούς αφορισμούς δημιουργεί τις συνθήκες για το
έγκλημα και τη βία. Στις τελευταίες γραμμές του πρώτου λόγου ο Γιουνγκ μας
δείχνει την οδό που οδηγεί πέρα από το αδιέξοδο. Σκέψεις που ρέουν προς το
μέρος μας από το πλήρωμα, από την αδιαφοροποίητη πληρότητα, τείνουν να είναι
απατηλές. Φιλοσοφικές, πολιτικές και κοινωνικές θεωρίες τείνουν να αποτυγχάνουν,
επειδή φέρουν τα σημάδια της αφαίρεσης που είναι άσχετη με το πραγματικό κόσμο
και δεν έχει αυθεντική σύνδεση με τη δική μας μεταμορφωτική δημιουργικότητα.
Για να πετύχουν πραγματικές λύσεις οι ανθρώπινες υπάρξεις, πρέπει να αλλάξουν
όχι τις σκέψεις τους, αλλά τον εαυτό τους. Αυτή η ουσιαστική αλλαγή, ωστόσο,
θεμελιώνεται όχι στην θεωρητική πληροφόρηση, αλλά στην αυτογνωσία. Επομένως, το
να αγωνίζεται κανείς να πραγματώσει την αληθινή του φύση είναι πολύ πιο χρήσιμο
από το να αγωνίζεται για την αναλυτική γνώση. Φυσικά η έλλογη σκέψη είναι πολύ
χρήσιμη και δεν μπορεί να απαλειφθεί, από την άλλη όμως χτίζει εμπόδια ανάμεσα
στην προσωπικότητα και την ασυνείδητη μήτρα της. Για να φτάσει κανείς στην
απαραίτητη μεταμορφωτική αυτογνωσία, πρέπει να κρατήσει την έλλογη λειτουργία σε
θέση να δέχεται την έμπνευση που προκύπτει από τον Εαυτό. Γι’ αυτό και ο Γιουνγκ-Βασιλείδης
νιώθει την ανάγκη να διδάξει τη γνώση στους νεκρούς, με σκοπό να διευκολύνει
αυτή την αναγκαία ικανότητα ελέγχου της σκέψης.
Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016
Ο ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ ΚΑΙ Ο ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
Ο ΚΑΡΛ
ΓΙΟΥΝΓΚ ΚΑΙ Ο ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ [i]
Η
αναλυτική ψυχολογία του Γιουνγκ συνδέεται με την γνωστική παράδοση. Τα βασικότερα
σημεία επαφής είναι
τα εξής:
1.
Υπάρχει ένα πνευματικό ή τουλάχιστον υπερπροσωπικό στοιχείο στην ανθρώπινη
ψυχή. Οι αρχαίοι Γνωστικοί πίστευαν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν αποτελεί μόνο
έναν συνδυασμό της ύλης και της ψυχής, αλλά ότι υπάρχει και ένα τρίτο στοιχείο
που κατοικεί μέσα στην ψυχή και ονομάζεται πνεύμα. Σκοπός του Γνωστικού είναι
να αφυπνίσει αυτό το στοιχείο. Για τον Γιουνγκ με παρόμοιο τρόπο το ασυνείδητο
υπόστρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης αποκαλύπτει στοιχεία μιας ανώτερης πνευματικής
δυνατότητας, η οποία αποτελεί πηγή αποκαλύψεων και ενοράσεων και τελικά ωθεί
τον άνθρωπο προς την ολοκλήρωση και την πληρότητα.
2.
Αυτό το πνευματικό στοιχείο συνομιλεί ενεργητικά με το προσωπικό στοιχείο του
εαυτού μας μέσα από τη χρήση συμβόλων. Το πνευματικό στοιχείο δεν αποτελεί ένα
σιωπηλό συνέταιρο στη ζωή, αλλά απαιτεί ενεργή συμμετοχή στην ανάπτυξη και τη
μεταμόρφωσή του ατόμου. Δεν εκφράζεται με τη συνηθισμένη γλώσσα των αισθημάτων.
Τα όνειρα, τα οράματα, οι εναλλακτικές καταστάσεις της συνείδησης και αυτό που ο
Γιουνγκ αποκαλούσε συγχρονικότητα αποτελούν τις πιο σημαντικές οδούς γι’ αυτή
τη συμβολική επικοινωνία.
3.
Τα σύμβολα που προκύπτουν από το πνευματικό στοιχείο της ψυχής αποκαλύπτουν ένα
μονοπάτι πνευματικής ή ψυχολογικής ανάπτυξης που μπορεί να ανιχνευθεί όχι μόνο
προς κάποια αιτία του παρελθόντος, αλλά και προς έναν σκοπό στο μέλλον. Για τους Γνωστικούς η υπαρξιακή κατάσταση του
ανθρώπινου όντος καθορίζεται από δύο παράγοντες, την πτώση από τον κόσμο του
φωτός που συνέβη στο παρελθόν και την επιστροφή στον φωτεινό κόσμο στο μέλλον. Ο
Γιουνγκ θεωρούσε ότι η ψυχή περιλαμβάνει μια εσωτερική αίσθηση του σκοπού της ως ολότητας και ότι αυτή η
αίσθηση καθορίζει σε ένα μεγάλο βαθμό την παρούσα κατάσταση.
Παραψυχολογικά φαινόμενα στο σπίτι του Καρλ Γιουνγκ την εποχή δημιουργίας των Επτά Λόγων
Στις αρχές του 1916 ο Kαρλ Γιουνγκ έζησε μία σειρά από εκπληκτικά παραψυχολογικά συμβάντα στο ίδιο του το σπίτι. Το 1923 αφηγήθηκε αυτά τα γεγονότα σε μία φίλη του ως εξής: μία νύχτα ο γιος του άρχισε να στριφογυρνάει στο κρεβάτι του και παραμιλώντας να λέει πως δεν μπορεί να ξυπνήσει. Η σύζυγος του Γιουνγκ αναγκάστηκε να τον φωνάξει, προκειμένου να ηρεμήσει το παιδί και αυτό το κατάφερε μόνο όταν του έβαλε από πάνω μία σειρά από κρύα ρούχα. Τελικά το παιδί ησύχασε και μπόρεσε να κοιμηθεί. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε χωρίς να θυμάται τίποτα και εμφανώς εξαντλημένο. Ο πατέρας του του είπε να μην πάει σχολείο και το παιδί, αν και δεν ρώτησε για ποιο λόγο, φάνηκε να το θεωρεί δεδομένο. Εντελώς απρόσμενα, όμως, ζήτησε χαρτί και έγχρωμα μολύβια και άρχισε να ζωγραφίζει το εξής: ένας άνδρας στη μέση της εικόνας ψάρευε με ένα καλάμι. Στα αριστερά βρισκόταν ο Διάβολος, ο οποίος ψιθύρισε κάτι στον άνδρα και το μικρό παιδί κατέγραφε τα λόγια. Ο Διάβολος έλεγε πως είχε έρθει για τον άνδρα, επειδή ψάρευε τα ψάρια του. Στα δεξιά, όμως, βρισκόταν ένας άγγελος, οποίος είπε: «όχι δεν μπορείς να πάρεις αυτόν τον άνδρα, επειδή ψαρεύει μόνο τα κακά ψάρια και όχι τα καλά». Ο μικρός, αφού ζωγράφισε αυτήν την εικόνα, φάνηκε ικανοποιημένος. Την ίδια νύχτα δύο από τις κόρες του Γιουνγκ νόμισαν πως είδαν φαντάσματα στο δωμάτιό τους. Την επόμενη μέρα ο σπουδαίος ψυχαναλυτής έγραψε τους Επτά λόγους προς τους νεκρούς και ήξερε πως μετά από αυτό τίποτε δεν επρόκειτο να ξαναενοχλήσει την οικογένειά του, όπως και πράγματι έγινε. Ο Γιουνγκ κατάλαβε πως ο άνδρας στο όνειρο του παιδιού ήταν ο ίδιος.
Systema munditotius (το σύστημα όλων των κόσμων): η πρώτη μάνταλα του Carl Jung και η σημασία της
Το 1916 ο διάσημος ιδρυτής της αναλυτικής ψυχολογίας Carl Jung ζωγράφισε την πρώτη του μάνταλα, την οποία όμως δημοσίευσε ανώνυμα μόλις το 1955. Την αποκάλεσε Systema munditotius, δηλαδή «το σύστημα όλων των κόσμων», και αποτελεί ένα είδος συμβολικής εικονιστικής συμπύκνωσης της κοσμολογίας τού μυστηριώδους έργου του «Επτά Λόγοι προς τους Νεκρούς».
Ο ίδιος ο Jung σε γράμμα του εξηγεί τον συμβολισμό της απεικόνισης: «Εικονίζει τις αντινομίες του μικρόκοσμου εντός του μακρόκοσμου και των αντινομιών του. Στην κορυφή, η μορφή του νεαρού αγοριού μέσα στο φτερωτό αυγό, καλείται Ηρικαπαίος ή Φάνης και αποτελεί έτσι μια πνευματική φιγούρα-ανάμνηση των ορφικών θεοτήτων. Η σκοτεινή του αντίθεση στα βάθη προσδιορίζεται εδώ ως Αβραξάς. Εκπροσωπεί τον κύριο του κόσμου, τον άρχοντα του φυσικού κόσμου, και αποτελεί κοσμικό δημιουργό αμφίσημης φύσης. Από αυτόν βλέπουμε να βλασταίνει το δέντρο της ζωής, το οποίο έχει τον τίτλο Vita (ζωή), ενώ το άνω αντίστοιχό του είναι ένα φωτόδεντρο με τη μορφή εφτάφωτης λυχνίας και τον τίτλο Ignis (πυρ) και Eros (Έρως). Το φως του παραπέμπει στον πνευματικό κόσμο του θεϊκού παιδιού. Τέχνη και επιστήμη ανήκουν επίσης σ’ αυτή την
ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ: το Κόκκινο Βιβλίο, τα Μαύρα Βιβλία και οι Επτά Λόγοι προς τους Νεκρούς
Οι
Επτά Λόγοι προς τους Νεκρούς (Septem sermones ad mortuos) αποτελούν ένα από τα πιο ιδιόμορφα, αλλά και πιο γοητευτικά έργα του σπουδαίου
ψυχαναλυτή και στοχαστή Καρλ Γκούσταφ Γιουνγκ.
Η εκδοτική τους ιστορία είναι αρκετά περίπλοκη. Τον Νοέμβριο του 1913 ο
ψυχαναλυτής ξεκίνησε ένα θαυμαστό ταξίδι εξερεύνησης της ίδιας του της ψυχής. Αποκάλεσε
αυτό το ταξίδι «συνάντηση με το ασυνείδητο». Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Γιουνγκ
εισήλθε με τη θέλησή του σε φαντασιακές
και οραματικές καταστάσεις της συνείδησης. Τα οράματα συνεχίστηκαν εντατικά
μέχρι το 1917, έως ότου σταμάτησαν γύρω στα 1923. Ο Γιουνγκ κατέγραψε αυτό το
φανταστικό ταξίδι σε έξι προσωπικά ημερολόγια με μαύρο κάλυμμα, τα
περίφημα «μαύρα βιβλία». Αυτά
τα ημερολόγια-σημειωματάρια μας παρέχουν μια ακριβή χρονολογική καταγραφή των
οραμάτων και των διαλόγων του με την ψυχή του. Στα τέλη του 1914 ο Γιουνγκ
ξεκίνησε να μεταγράφει υλικό από τα μαύρα βιβλία στο πρόχειρο χειρόγραφο του θρυλικού
του Κόκκινου Βιβλίου. Πρόκειται για
έναν μεγάλου μεγέθους δερμάτινο τόμο εικονογραφημένο από τον ίδιο, τον
οποίο δημιούργησε ως μια επίσημη καταγραφή του φανταστικού ταξιδιού του. Ο Καρλ Γιουνγκ
επανειλημμένα δήλωσε ότι τα οράματα και οι φανταστικές εμπειρίες που
καταγράφονται μέσα στο Κόκκινο Βιβλίο περιλαμβάνουν τον πυρήνα όλου του
μεταγενέστερου έργου του. Ο Γιουνγκ κράτησε το Κόκκινο Βιβλίο μακριά από
αδιάκριτα βλέμματα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, επιτρέποντας μονάχα σε
εκλεκτά μέλη της οικογένειας και του κύκλου του να διαβάσουν από αυτό. Το μόνο
τμήμα αυτού του οραματικού υλικού που ο ψυχαναλυτής διάλεξε να εκδώσει
κατά τη διάρκεια της ζωής του, σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και σε ιδιωτική
έκδοση, είναι οι Επτά Λόγοι προς τους Νεκρούς που τυπώθηκαν το 1916. Στη
διάρκεια της ζωής του περιστασιακά έδινε αντίτυπα αυτού του μικρού βιβλίου σε
φίλους και μαθητές, αλλά ήταν διαθέσιμο μόνο ως δώρο από τον ίδιο τον Γιουνγκ
και πότε δεν δόθηκε προς δημόσια πώληση ή διανομή. Όταν αργότερα, στα
1962, εκδόθηκε το αυτοβιογραφικό του έργο "Αναμνήσεις,
Όνειρα, Στοχασμοί", οι Επτά Λόγοι προς τους Νεκρούς
συμπεριλήφθηκαν ως παράρτημα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)