Όπως είδαμε στο εισαγωγικό σημείωμα ο Γιουνγκ αποδίδει την συγγραφή των επτά λόγων άλλοτε στον Φιλήμονα, άλλοτε στον Σίμωνα Μάγο και άλλοτε στον Βασιλείδη. Ορισμένοι μελετητές έφτασαν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι ο Γιουνγκ μ’ αυτόν τον τρόπο υπονοεί ότι συνέγραψε τους λόγους ως ένα είδος πνευματιστικής εμπειρίας ή σαν να ήταν κάποιο μέντιουμ. Από την άλλη δεν είναι ασυνήθιστο στη μυστικιστική και απόκρυφη γραμματεία ο συγγραφέας να αποδίδει το έργο του σε κάποια αυθεντία του παρελθόντος. Το κίνητρο είναι συνήθως πολύ απλό, η μετριοφροσύνη ή η προσπάθεια να αποδοθεί κύρος στα γραφόμενά. Οι μεγάλες μορφές του μυστικισμού όλων των αιώνων θεωρούσαν τον εαυτό τους έναν απλό γραφέα, ο οποίος καταγράφει όσο πιο πιστά μπορεί τις μεγάλες αλήθειες που του αποκαλύπτονται από ανώτερες δυνάμεις. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ο Γιουνγκ ακολουθεί αυτή την παράδοση αποδίδοντας το έργο του όχι στο ταπεινό εγώ, αλλά στον ανώτερο Εαυτό.
Αξίζει επίσης
κανείς να σταθεί στην αναφορά στην Αλεξάνδρεια. Η μεγάλη αυτή ελληνιστική
πνευματική πρωτεύουσα είναι το μέρος στο οποίο συναντιούνται τα
πολυποίκιλα ρεύματα της σοφίας και των πνευματικών παραδόσεων πολλών λαών
και πολιτισμών και συγχωνεύονται σε ένα αξεπέραστο αμάλγαμα. Γνωστικισμός,
ερμητισμός, ελληνική φιλοσοφία, ιουδαϊκή παράδοση, περσικές και βαβυλωνιακές
επιδράσεις, θεουργία, μαγεία, αστρολογία, καθώς και ένα πλήθος άλλων
θρησκευτικών και μυστικιστικών παραδόσεων κυκλοφορούν ελεύθερα σ’ αυτήν τη
σπουδαία πόλη και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Έτσι η πόλη μετατρέπεται σε ένα
είδος αλχημιστικού δοχείου, όπου με ένα μαγικό τρόπο συντίθενται,
συνδυάζονται μεταξύ τους και ανατέλλουν νέες μορφές και πραγματώσεις των
μεγάλων παραδόσεων της σκέψης.
Οι «νεκροί»,
στους οποίους απευθύνεται το μήνυμα και η διδασκαλία των επτά λόγων, σύμφωνα με
τη γνωστική παράδοση δεν είναι άλλοι από εμάς τους ζωντανούς. Για τους
Γνωστικούς η σωματική ύπαρξη αποτελεί ένα είδος πτώσης, ένα είδος νέκρωσης,
αφού μας αποκόπτει από τον ανώτερο κόσμο του πνεύματος. Συνεπώς οι νεκροί εδώ είναι οι πνευματικά νεκροί. Ο δάσκαλος θα τους
διδάξει με υπομονή προσπαθώντας να αφυπνίσει τη γνώση μέσα τους, παρά το
γεγονός ότι οι νεκροί συχνά δεν τον καταλαβαίνουν και διαμαρτύρονται. Το
γεγονός ότι οι νεκροί επιστρέφουν ανικανοποίητοι από την Ιερουσαλήμ δεν είναι φυσικά τυχαίο. Όπως η Αλεξάνδρεια
είναι το σύμβολο της ένωσης των παραδόσεων Ανατολής και Δύσης, έτσι και η
Ιερουσαλήμ αποτελεί με τη σειρά της ένα διαφορετικά φορτισμένο σύμβολο. Η
Ιερουσαλήμ είναι το σύμβολο που αντιτίθεται στον αλεξανδρινό πλουραλισμό
και υποδηλώνει την ορθοδοξία, τον νόμο, τον ζηλότυπο μονοθεϊσμό της ιουδαϊκής,
ισλαμικής και χριστιανικής παράδοσης. Οι ζωντανοί νεκροί, οι εξόριστοι
από τον παράδεισο του πνεύματος, εξακολουθούν να πηγαίνουν ματαίως για
προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν βρίσκουν ικανοποίηση εκεί.
Επιστρέφουν λοιπόν αναγκαστικά στην Αλεξάνδρεια, για να βρουν τη ζωή και
τη γνώση που προσδοκούν.
Αντίθετα από
τον προσωποποιημένο θεό του μύθου δημιουργίας της Βίβλου, η ιστορία της
καταγωγής της ύπαρξης, όπως δίνεται από τον πρώτο λόγο, παραπέμπει σε ένα
άπειρο, απρόσωπο, άφατο, απροσδιόριστο και απόλυτα υπερβατικό πεδίο, το οποίο
βρίσκεται στην ρίζα του συνόλου της συνείδησης και του ασυνείδητου. Από αυτήν
την πληρότητα, το πλήρωμα, το οποίο αποτελεί μία πολύ συνηθισμένη γνωστική
έκφραση για την πρωταρχική θεϊκή ουσία, αναδύονται εκπορεύσεις διαφοροποιημένων
υπάρξεων στη σειρά, οι οποίες κατέχουν ιδιότητες αποκαλυπτικές του πρωταρχικού
πεδίου. Σ’ αυτήν την πληρότητα των αδιαφοροποίητων δυνατοτήτων, όλα τα αντίθετα
είναι ακόμη σε μια κατάσταση ισορροπίας. Μόνο αρκετά αργότερα προχωρούν σε μια
σταδιακή αποτελεσματική φανέρωση, πρώτα ως δύο αντιθέσεις και στη συνέχεια ως
πολύ περισσότερες που κατάγονται από αυτές και διατάσσονται σε ένα πλήθος
ζευγών ή συζυγιών, κατεβαίνοντας από
το δυνητικό και υπερβατικό στο πραγματικό και άμεσο. Αυτήν την γνωστική
κοσμογονία ή θεογονία ο Γιουνγκ τη μετατρέπει στο δικό του ψυχαναλυτικό
σύστημα μέσω διαφόρων αναλογιών. Τη θέση των θεϊκών υπάρξεων την παίρνουν τα
αρχέτυπα και το σύνολο αυτών των αρχετύπων δεν είναι τίποτε άλλο παρά το
ψυχολογικό αντίστοιχο του πληρώματος. Το σύνολο αυτών των αρχετύπων δηλώνει
όλες τις κρυφές δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής μέσα στην οποία κατοικεί ένα
τεράστιο απόθεμα γνώσης και δύναμης που δεν αφορά προσωπικές ψυχικές
αναζητήσεις, αλλά τις πιο δυνατές σχέσεις ανάμεσα στο θεό, τον άνθρωπο και τον
κόσμο. Αυτό το απόθεμα της ψυχής μας είναι κλειστό για τους περισσότερους από
εμάς, αλλά εάν το ανοίξουμε και του δώσουμε μια νέα ζωή ενσωματώνοντάς το στη
συνείδησή μας, τότε απαλλάσσουμε τον εαυτό μας από την γεμάτη πόνο ψυχική
απομόνωση και για μια ακόμη φορά ενσωματωνόμαστε στην αιώνια διαδικασία της
πληρότητας της ύπαρξης. Το πλήρωμα επομένως στην ψυχολογική του έννοια δεν
είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την πρωταρχική πληρότητα ή ολότητα της
ψυχικής πραγματικότητας από την οποία το διαφοροποιημένο εγώ με την
πολλαπλότητα των λειτουργιών και δυνάμεών του εκπορεύεται και προς την
οποία μέσω της διαδικασίας της εξατομίκευσης αγωνίζεται να επανέλθει. Ωστόσο
αυτή η επάνοδος πρέπει να πραγματοποιηθεί με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Όπως δηλώνει
ο Γιουνγκ στον πρώτο λόγο, όταν η ψυχή αποτύχει να κάνει διακρίσεις, τότε εκτείνει
τον εαυτό της πέρα από τον κόσμο και πέφτει στην αδιαφοροποίητη κατάσταση.
Πέφτοντας όμως στην αδιαφοροποίητη κατάσταση υπόκειται στη διάλυση και στο τίποτα.
Η έννοια της εξατομίκευσης, συχνά παρεξηγημένη, είναι η έμφυτη τάση της
ανθρώπινης ψυχής να μην θέλει να παραδώσει το φως της συνείδησης και να
περιπέσει και πάλι στην εσωτερική άβυσσο της πρωταρχικής ανυπαρξίας. Ο
Γιουνγκ ποτέ δεν οραματίστηκε μια μόνιμη διάλυση της ανθρώπινης
ατομικότητας εντός της θεότητας. Αντίθετα αυτή η διάλυση είναι που ελλοχεύει ως
κίνδυνος, όταν αποτυγχάνουμε να κάνουμε διακρίσεις. Καθήκον του καθενός μας
είναι να παραμείνουμε ξεχωριστά άτομα ως μια αδιαίρετη ψυχική οντότητα την ίδια
στιγμή που κατακτούμε τον καλύτερο δυνατό βαθμό πρόσληψης του άφατου μεγαλείου
του πληρώματος εντός μας. Όπως τονίζει ο Γιουνγκ, καθένας από μας δεν πρέπει να
επιδιώκει ούτε την διαφοροποιημένη κατάσταση του ατομισμού, αλλά ούτε και την
εξαφάνιση της προσωπικότητάς του στην αδιαφοροποίητη ομοιομορφία.
Η συνείδηση η
οποία αναδύεται στους επτά λόγους σχετίζεται με τα αντίθετα και τα ζεύγη τους
και τα αναγνωρίζει ως υπαρξιακές πραγματικότητες στη σφαίρα της ανθρώπινης
ζωής. Ενώ στο πλήρωμα αυτά τα ζεύγη των αντιθέτων δεν είναι πραγματικά,
στο βαθμό που το ένα εξουδετερώνει το άλλο, στην ανθρώπινη εμπειρία είναι
αληθινά και μάλιστα με έναν οδυνηρό τρόπο. Όπως λέει ο Γιουνγκ, μέσα μας το
πλήρωμα είναι διαχωρισμένο στα δύο. Καθώς η ανθρώπινη ψυχή εμπλέκεται στον
κόσμο της διαφοροποίησης υποχρεωτικά υφίσταται την εμπειρία των ζευγών των
αντιθέτων, αφού ανήκουν στο μηχανισμό του βασιλείου της διαφοροποίησης.
Εντούτοις τα αντίθετα αποτελούν και μια συμφορά για τον άνθρωπο, επειδή μέσα
στην αφέλειά της η ανθρώπινη συνείδηση τείνει να συνδέει τον εαυτό της με ένα
από τα δύο στοιχεία κάθε ζεύγους αντίθετων, αποκλείοντας το άλλο. Μ’ αυτό τον
τρόπο αγωνιζόμαστε για το καλό και το όμορφο, αλλά ως αποτέλεσμα αυτής της
ίδιας αγωνιστικότητας φέρνουμε στην ύπαρξη το κακό και το άσχημο. Εδώ ο Γιουνγκ
εκφράζει μια ψυχολογικά εξαιρετικής σημασίας αρχή. Η μονομέρεια του προσανατολισμού
της συνείδησης είναι το θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού, ειδικά του σύγχρονου. Έχουμε την τάση να πιστεύουμε πως αν κάνουμε τα πράγματα σωστά, μπορούμε
να έχουμε το ένα αντίθετο χωρίς το ζευγάρι του και ότι η αδυναμία μας να το
επιτύχουμε αυτό είναι αποτέλεσμα των ανεπαρκών μεθόδων μας παρά της
αναπόφευκτης φύσης της πραγματικότητας. Καθώς η αλληλεπίδραση μεταξύ των
αντιθέτων μοιάζει να κυβερνά τον μακρόκοσμο του σύμπαντος, με τον ίδιο τρόπο μοιάζει
να κυβερνά και την ζωή της ψυχής. Το συνειδητό τείνει να αναζητήσει το
ασυνείδητο, όπως το φως αναζητά το σκοτάδι και όπως η λογική αναζητά την έξαψη
του παραλόγου. Ο Γιουνγκ επανειλημμένα τόνισε ότι κάθε φορά που μια
παρατεταμένη μονομέρεια κυριαρχεί στην συνειδητή συμπεριφορά ενός ανθρώπου,
τότε μια αντισταθμιστική δράση λαμβάνει χώρα στο ασυνείδητο. Ο φανατικός, του οποίου
η συνειδητή αφοσίωση σε μια συγκεκριμένη άποψη τον οδηγεί στην αποτυχία
να αποδεχτεί αυτή την αντισταθμιστική δυνατότητα, έχει την τάση να ωθείται σε
μια ολοένα αυξανόμενη απομόνωση από την υγιή δυναμική της βαθύτερης ψυχής του.
Η φανατική αφοσίωση εξ ορισμού αδυνατεί να αποδεχτεί την υγιή κριτική της
μονομέρειάς της. Ο φανατικός μπορεί να ασκεί κριτική σε όλα και σε όλους με την
εξαίρεση του εαυτού του και των ιδεών του. Συνεπώς προκύπτει μια δυσαρμονία ως
αποτέλεσμα της απόρριψης της αντισταθμιστικής δράσης, με αποτέλεσμα την
ενεργοποίηση των καταστροφικών ιδιοτήτων του ασυνείδητου, στοιχεία του οποίου τυφλά
και ορμητικά αρχίζουν να καταλαμβάνουν το άτομο αντίθετα προς τη θέλησή του και
την κρίση του. Ασυνάρτητες σκέψεις και διαθέσεις, βίαια ξεσπάσματα,
ψυχοσωματικές ασθένειες, παραισθήσεις -όλα αυτά και άλλα πολλά είναι το
αποτέλεσμα της απροθυμίας του νου να αποδεχτεί την αρμονία και την
αντιστάθμιση. Ό,τι συμβαίνει στο άτομο, το ίδιο συμβαίνει και σε μία κοινωνία.
Η μονομέρεια οδηγεί στη μανία. Η υπερβολική συνειδητή επιδίωξη των λογικών
αξιών οδηγεί τελικά σε απρόσμενες εκδηλώσεις του παραλόγου. Η αυστηρή επιμονή
σε συνειδητά αποδεκτούς ηθικούς αφορισμούς δημιουργεί τις συνθήκες για το
έγκλημα και τη βία. Στις τελευταίες γραμμές του πρώτου λόγου ο Γιουνγκ μας
δείχνει την οδό που οδηγεί πέρα από το αδιέξοδο. Σκέψεις που ρέουν προς το
μέρος μας από το πλήρωμα, από την αδιαφοροποίητη πληρότητα, τείνουν να είναι
απατηλές. Φιλοσοφικές, πολιτικές και κοινωνικές θεωρίες τείνουν να αποτυγχάνουν,
επειδή φέρουν τα σημάδια της αφαίρεσης που είναι άσχετη με το πραγματικό κόσμο
και δεν έχει αυθεντική σύνδεση με τη δική μας μεταμορφωτική δημιουργικότητα.
Για να πετύχουν πραγματικές λύσεις οι ανθρώπινες υπάρξεις, πρέπει να αλλάξουν
όχι τις σκέψεις τους, αλλά τον εαυτό τους. Αυτή η ουσιαστική αλλαγή, ωστόσο,
θεμελιώνεται όχι στην θεωρητική πληροφόρηση, αλλά στην αυτογνωσία. Επομένως, το
να αγωνίζεται κανείς να πραγματώσει την αληθινή του φύση είναι πολύ πιο χρήσιμο
από το να αγωνίζεται για την αναλυτική γνώση. Φυσικά η έλλογη σκέψη είναι πολύ
χρήσιμη και δεν μπορεί να απαλειφθεί, από την άλλη όμως χτίζει εμπόδια ανάμεσα
στην προσωπικότητα και την ασυνείδητη μήτρα της. Για να φτάσει κανείς στην
απαραίτητη μεταμορφωτική αυτογνωσία, πρέπει να κρατήσει την έλλογη λειτουργία σε
θέση να δέχεται την έμπνευση που προκύπτει από τον Εαυτό. Γι’ αυτό και ο Γιουνγκ-Βασιλείδης
νιώθει την ανάγκη να διδάξει τη γνώση στους νεκρούς, με σκοπό να διευκολύνει
αυτή την αναγκαία ικανότητα ελέγχου της σκέψης.
Επτά λόγοι προς τους νεκρούς γραμμένοι από τον Βασιλείδη της Αλεξάνδρειας,
της πόλης όπου συναντιέται η Ανατολή με τη Δύση
Λόγος Α΄
Οι νεκροί επέστρεψαν
από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν βρήκαν αυτό το οποίο αναζητούσαν. Μου ζήτησαν να
τους δεχτώ και απαίτησαν να τους διδάξω. Κι εγώ τους δίδαξα ως εξής:
«Ακούστε με! Θα
ξεκινήσω με το τίποτα. Το τίποτα είναι το ίδιο με την πληρότητα. Στην αιώνια κατάσταση η πληρότητα είναι το
ίδιο με το κενό. Το τίποτα είναι ταυτόχρονα γεμάτο και άδειο. Κάποιος θα
μπορούσε εξίσου καλά να πει κάτι διαφορετικό για το τίποτα, όπως για παράδειγμα
ότι είναι άσπρο ή μαύρο, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει. Αυτό το οποίο
είναι άπειρο και αιώνιο δεν έχει ιδιότητες, επειδή έχει όλες τις ιδιότητες.
Το τίποτα ή η
πληρότητα καλείται από μας πλήρωμα.
Μέσα σ’ αυτό η σκέψη και η ύπαρξη παύουν να υπάρχουν, επειδή το αιώνιο είναι
δίχως ιδιότητες. Μέσα του δεν υπάρχει κανείς, γιατί αν υπήρχε κάποιος, θα ήταν
διαφοροποιημένος από το πλήρωμα και θα κατείχε ιδιότητες που θα τον διαχώριζαν
από το πλήρωμα.
Στο πλήρωμα υπάρχουν
τα πάντα και τίποτα. Δεν ωφελεί σε κάτι να σκέφτεται κανείς για το πλήρωμα,
γιατί το να κάνει κανείς κάτι τέτοιο θα σήμαινε την ίδια του τη διάλυση.
Ο δημιουργημένος
κόσμος δεν είναι στο πλήρωμα, αλλά στον εαυτό του. Το πλήρωμα είναι η αρχή και
το τέλος του δημιουργημένου κόσμου. Το πλήρωμα διαπερνά τον δημιουργημένο κόσμο,
όπως το ηλιόφως διαπερνά τον αέρα παντού. Μολονότι το πλήρωμα τον διαπερνά ολοκληρωτικά, ο δημιουργημένος κόσμος δεν αποτελεί μέρος του, με
τον ίδιο τρόπο που ένα εντελώς διαφανές σώμα δεν γίνεται ούτε μαύρο ούτε λευκό
στο χρώμα ως αποτέλεσμα του περάσματος του φωτός μέσα από αυτό. Εμείς οι
ίδιοι, ωστόσο, είμαστε το πλήρωμα, με αποτέλεσμα το πλήρωμα να είναι παρόν
εντός μας. Ακόμη και στο μικρότερο σημείο, το πλήρωμα είναι παρόν χωρίς κανένα
περιορισμό αιωνίως και ολοκληρωτικά, διότι το μικρό και το μεγάλο είναι
ιδιότητες ξένες προς το πλήρωμα. Το πλήρωμα είναι το τίποτα που είναι παντού ολόκληρο
και δίχως τέλος. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που μιλάω για τον δημιουργημένο κόσμο
ως μέρος του πληρώματος, αλλά μόνο με μία αλληγορική έννοια, διότι το πλήρωμα
δεν διαχωρίζεται σε τεμάχια, αφού είναι το τίποτα. Εμείς είμαστε επίσης το
πλήρωμα στο σύνολό του, διότι μεταφορικά το πλήρωμα είναι ένα απίστευτα μικρό,
υποθετικό, ίσως και μη υπάρχον σημείο μέσα μας, αλλά είναι επίσης το δίχως όρια
στερέωμα του κόσμου γύρω μας. Ωστόσο για ποιο λόγο συζητάμε για το πλήρωμα,
αφού είναι το παν και επίσης το τίποτα;
Μιλώ γι’ αυτό με στόχο
να ξεκινήσω από κάπου και επίσης να αφαιρέσω από μέσα σας την αυταπάτη ότι
κάπου μέσα μας ή έξω μας υπάρχει κάτι που είναι απόλυτα σταθερό και
ορισμένο. Όλα τα πράγματα που αποκαλούμε ορισμένα και στέρεα είναι μόνο σχετικά,
διότι μόνο αυτό το οποίο υπόκειται σε αλλαγή εμφανίζεται ορισμένο και στέρεο.
Ο δημιουργημένος
κόσμος υπόκειται σε αλλαγή. Είναι το μόνο πράγμα που είναι στέρεο και ορισμένο,
αφού έχει ιδιότητες. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο δημιουργημένος κόσμος δεν
είναι τίποτε άλλο παρά μια ιδιότητα.
Κάνουμε την ερώτηση: πώς
προήλθε η δημιουργία; Τα πλάσματα πράγματι έχουν καταγωγή, όχι όμως και ο ίδιος
ο δημιουργημένος κόσμος, διότι ο δημιουργημένος κόσμος είναι ιδιότητα του
πληρώματος με τον ίδιο τρόπο που είναι και το μη δημιουργημένο. Ο αιώνιος
θάνατος είναι επίσης ιδιότητα του πληρώματος. Η δημιουργία είναι πάντοτε και
παντού, αλλά και ο θάνατος είναι πάντοτε και παντού. Το πλήρωμα τα κατέχει όλα,
διαφοροποίηση και μη διαφοροποίηση.
Η διαφοροποίηση είναι
δημιουργία. Ο δημιουργημένος κόσμος είναι πράγματι διαφοροποιημένος. Η
διαφοροποίηση είναι η ουσία του δημιουργημένου κόσμου και γι’ αυτό το λόγο το
δημιουργημένο προκαλεί επιπλέον διαφοροποίηση. Είναι γι’ αυτό τον λόγο
που ο ίδιος ο άνθρωπος αποτελεί έναν διαχωριστή, στο βαθμό που η ουσία του
είναι επίσης διαφοροποίηση. Γι’ αυτό και διακρίνει τις ιδιότητες του πληρώματος,
ναι, αυτές τις ιδιότητες που δεν υπάρχουν.
Μου λέτε: σε τι ωφελεί
λοιπόν να μιλάμε γι’ αυτό εφόσον έχει λεχθεί ότι είναι ανώφελο να σκεφτόμαστε
για το πλήρωμα; Σας λέω αυτά τα λόγια προκειμένου να σας απελευθερώσω από την
ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε για το πλήρωμα. Όταν μιλάμε για
τις διαιρέσεις του πληρώματος, μιλάμε από την οπτική γωνία των δικών μας
διαιρέσεων και μιλάμε για τη δική μας διαφοροποιημένη κατάσταση. Ενόσω όμως το
κάνουμε αυτό, στην πράξη δεν λέμε απολύτως τίποτα σε σχέση με το πλήρωμα. Ωστόσο
είναι απαραίτητο να μιλάμε για τη δική μας διαφοροποίηση, διότι αυτό μας
επιτρέπει να κάνουμε διακρίσεις με επάρκεια. Η ουσία μας όμως είναι η
διαφοροποίηση. Γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητο να διακρίνουμε ξεχωριστές
ιδιότητες.
Λέτε: τι κακό υπάρχει
στο να μην κάνουμε διακρίσεις; Τότε φτάνουμε πέρα από τους περιορισμούς της
ύπαρξής μας, επεκτείνουμε τον εαυτό μας πέρα από τον δημιουργημένο κόσμο και
πέφτουμε στην αδιαφοροποίητη κατάσταση που είναι μια άλλη ιδιότητα του
πληρώματος. Βυθιζόμαστε μέσα στο ίδιο το πλήρωμα και παύουμε να αποτελούμε
δημιουργημένες υπάρξεις. Μ’ αυτό τον τρόπο υποκύπτουμε στη διάλυση και
την ανυπαρξία.
Αυτός είναι ο αληθινός
θάνατος του δημιουργημένου όντος. Πεθαίνουμε στο βαθμό που αποτυγχάνουμε να
κάνουμε διακρίσεις. Γι’ αυτό το λόγο το φυσικό ένστικτο του δημιουργημένου όντος
κατευθύνεται προς τη διαφοροποίηση και προς τον αγώνα ενάντια στην αρχαία, ολέθρια
κατάσταση της ομοιομορφίας. Η φυσική αυτή τάση ονομάζεται αρχή της εξατομίκευσης. Αυτή η αρχή είναι πράγματι η ουσία κάθε
δημιουργημένου όντος. Από αυτά που ειπώθηκαν μπορείτε άμεσα να καταλάβετε
γιατί η μη διαφοροποιημένη αρχή και η έλλειψη διακρίσεων αποτελούν μεγάλο
κίνδυνο για τα δημιουργημένα όντα.
Γι’ αυτό το λόγο
πρέπει να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τις ιδιότητες του πληρώματος. Οι
ιδιότητές του είναι τα ζεύγη των
αντιθέτων, όπως για παράδειγμα:
το αποτελεσματικό και
το μη αποτελεσματικό
το πλήρες και το άδειο
το ζωντανό και το
νεκρό
το φως και το σκότος
το ζεστό και το κρύο
η ενέργεια και η ύλη
ο χρόνος και ο χώρος
το καλό και το κακό
το όμορφο και το
άσχημο
το ένα και τα πολλά
και ούτω καθεξής. Τα ζεύγη των
αντιθέτων είναι οι ιδιότητες του πληρώματος. Επίσης στην πραγματικότητα δεν
υπάρχουν, επειδή το ένα ακυρώνει το άλλο.
Από τη στιγμή που
εμείς οι ίδιοι είμαστε το πλήρωμα, έχουμε επίσης αυτές τις ιδιότητες παρούσες
εντός μας. Στο βαθμό που το θεμέλιο της ύπαρξής μας είναι η διαφοροποίηση
κατέχουμε αυτές τις ιδιότητες στο όνομα της διαφοροποίησης, πράγμα που σημαίνει:
πρώτον, ότι οι ιδιότητες
είναι εντός μας διαφοροποιημένες η μία από την άλλη και διαχωρισμένες. Έτσι δεν
ακυρώνουν η μία την άλλη, αλλά αντίθετα είναι ενεργοποιημένες. Μ’ αυτό τον
τρόπο γινόμαστε θύματα των ζευγών των αντιθέτων, διότι εντός μας το πλήρωμα είναι
διαμοιρασμένο στα δύο.
Δεύτερον, οι ιδιότητες
ανήκουν στο πλήρωμα και μπορούμε και πρέπει να μετέχουμε σ’ αυτές μόνο στο
όνομα της διαφοροποίησης. Πρέπει να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από αυτές τις
ιδιότητες. Στο πλήρωμα ακυρώνουν η μία την άλλη, εντός μας όμως όχι. Ωστόσο,
εάν ξέρουμε πώς να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας ως κάτι διαφορετικό από τα ζεύγη
των αντιθέτων, τότε έχουμε επιτύχει τη σωτηρία.
Όταν προσπαθούμε για
το καλό και το όμορφο, ξεχνούμε την ουσιαστική μας ύπαρξη, η οποία είναι η
διαφοροποίηση, και γινόμαστε θύματα των ιδιοτήτων του πληρώματος, που είναι τα
ζεύγη των αντιθέτων. Παλεύουμε να επιτύχουμε το καλό και το όμορφο, αλλά την
ίδια στιγμή και το κακό και το άσχημο, επειδή στο πλήρωμα αυτά είναι ταυτόσημα
με το καλό και το όμορφο. Εντούτοις, εάν εμείς παραμένουμε πιστοί στην φύση μας,
η οποία είναι η διαφοροποίηση, τότε διαφοροποιούμε τον εαυτό μας από το καλό
και το όμορφο και με αυτό τον τρόπο άμεσα διαφοροποιούμε τον εαυτό μας από το
κακό και το άσχημο. Είναι μόνο με αυτό τον τρόπο που δεν συγχωνευόμαστε με το
πλήρωμα, τουτέστιν με το τίποτα και τη διάλυση.
Θα μου φέρετε
αντίρρηση και θα μου πείτε: είπες ότι η διαφοροποίηση και η ομοιομορφία είναι
επίσης ιδιότητες του πληρώματος. Πώς γίνεται λοιπόν να παλεύουμε για τη
διαφοροποίηση; Δεν είμαστε επομένως συνεπείς προς τη φύση μας, και άρα πρέπει
τελικά επίσης να φτάσουμε στην κατάσταση της ομοιομορφίας, τη στιγμή που
αγωνιζόμαστε για τη διαφοροποίηση;
Αυτό το
οποίο δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάτε είναι ότι το πλήρωμα δεν έχει ιδιότητες. Εμείς
είμαστε αυτοί οι οποίοι δημιουργούμε αυτές τις ιδιότητες μέσω της σκέψης μας.
Όταν αγωνίζεστε για τη διαφοροποίηση, για την ομοιομορφία ή για άλλες
ιδιότητες, αγωνίζεστε για σκέψεις οι οποίες ρέουν σε σας από το πλήρωμα, στην
ουσία σκέψεις αναφορικά με την μη ύπαρξη ιδιοτήτων του πληρώματος. Όταν τρέχετε
πίσω από αυτές τις σκέψεις, πέφτετε και πάλι μέσα στο πλήρωμα και φτάνετε στη
διαφοροποίηση και την ομοιομορφία ταυτόχρονα. Δεν είναι οι σκέψεις σας, αλλά η
ύπαρξή σας που αποτελεί την διαφοροποίηση. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που δεν
πρέπει να αγωνίζεστε για τη διαφοροποίηση και τη διάκριση όπως τις γνωρίζετε,
αλλά να αγωνίζεστε για την αληθινή σας φύση. Εάν με αυτό τον τρόπο αγωνιστείτε
αληθινά, δεν θα χρειαστεί να γνωρίζετε τίποτα για το πλήρωμα και τις ιδιότητες
και εντούτοις πάλι θα φτάσετε στον αληθινό σκοπό σας εξαιτίας της φύσης σας. Ωστόσο,
επειδή η σκέψη μάς αποξενώνει από την αληθινή φύση μας, γι’ αυτό το λόγο πρέπει
να σας διδάξω τη γνώση, με την οποία θα μπορείτε να κρατάτε τη σκέψη σας υπό
έλεγχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου